dosłownie

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

dosłownie (pl) < από το επίθετο dosłowny

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /dɔˈswɔvʲɲɛ/
 

Επίρρημα[επεξεργασία]

dosłownie (pl)

  1. κυριολεκτικά
  2. κατά λέξη, πιστά, κατά γράμμα