dotto
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ιταλικά (it)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
dotto | dotti |
dotto (it)
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | dotto | dotti |
θηλυκό | dotta | dotte |
dotto (it)