doucereux
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr) [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | doucereux | doucereux |
θηλυκό | doucereuse | doucereuses |
doucereux (fr)
[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη doux