doucher
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
doucher (fr)
- λούω, πλένω, μπανιάρω κάποιον με χρήση ντους, καταβρέχω με συσκευή ντους
- se doucher: πλένομαι, κάνω ντους (ο ίδιος)
doucher (fr)