Μετάβαση στο περιεχόμενο

douille

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
douille douilles

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

douille (fr) θηλυκό

  1. το ντουί
  2. ο κάλυκας