dower

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

dower (en)

  1. το μέρος της περιουσίας (κληρονομιάς) που κληροδοτείται στη χήρα του εκλιπόντος
  2. η προίκα που δίνει μια γυναίκα στον άντρα της
     συνώνυμα: dowry