downright
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
/ˈdaʊnrʌɪt/
Επίρρημα[επεξεργασία]
downright (en)
σχεδόν πάντα για κάτι κακό, δυσμενές ή δυσάρεστο
Συνώνυμα: altogether, thoroughly
Επίθετο[επεξεργασία]
downright (en)
σχεδόν πάντα για κάτι κακό, δυσμενές ή δυσάρεστο