downwards
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίρρημα[επεξεργασία]
downwards (en) (χωρίς παραθετικά)
- καθοδικά
- ↪ We moved downwards to the river bed.
- Προχωρήσαμε καθοδικά, μέχρι την κοίτη του ποταμού.
- ≈ συνώνυμα: downwardly
- ↪ We moved downwards to the river bed.