Μετάβαση στο περιεχόμενο

dramatically

Από Βικιλεξικό
παραθετικά
θετικός dramatically
συγκριτικός more dramatically
υπερθετικός most dramatically

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
dramatically < dramatic + -ally

Επίρρημα

[επεξεργασία]

dramatically (en)

  1. δραματικά, πολύ ξαφνικά και σε πολύ μεγάλο και συχνά εκπληκτικό βαθμό
      The company’s sales increased dramatically.
    Οι πωλήσεις της εταιρείας αυξήθηκαν δραματικά.
      The situation in the country has changed dramatically over the past year.
    Η κατάσταση στη χώρα έχει αλλάξει δραματικά τον τελευταίο χρόνο.
      The temperature dropped dramatically within a few hours.
    Η θερμοκρασία έπεσε δραματικά μέσα σε λίγες ώρες.
      The sky darkened dramatically before the storm broke.
    Ο ουρανός σκοτείνιασε δραματικά πριν ξεσπάσει η καταιγίδα.
  2. εντυπωσιακά, με εντυπωσιακό τρόπο
      The mountains rose dramatically behind them.
    Τα βουνά υψώνονταν εντυπωσιακά πίσω τους.
      The sun set dramatically behind the horizon, filling the sky with colors.
    Ο ήλιος έδυε εντυπωσιακά πίσω από τον ορίζοντα, γεμίζοντας τον ουρανό με χρώματα.
     συνώνυμα: impressively
  3. δραματικά, που έχει σχέση με την τέχνη του δράματος
      The actor played his role dramatically, moving the audience.
    Ο ηθοποιός έπαιξε δραματικά τον ρόλο του, συγκινώντας το κοινό.
      The movie ended dramatically, keeping the audience in suspense.
    Η ταινία τελείωσε δραματικά, κρατώντας το κοινό σε αγωνία.
  4. δραματικά, με τόσο θλιβερό τρόπο, ώστε να συγκλονίζει
      He presented the situation to us very dramatically.
    Πολύ δραματικά μας παρουσίασε την κατάσταση.
      The truth was revealed dramatically in front of everyone.
    Η αλήθεια αποκαλύφθηκε δραματικά μπροστά σε όλους.