draper

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /dʁa.pe/

draper (fr)

  1. μετατρέπω σε τσόχα
  2. ντύνω με φαρδιά πτυχωτά ενδύματα
  3. πτυχώνω, σκεπάζω με πτυχώσεις

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]
  • → δείτε τη λέξη drap