drastique
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | drastique | drastiques |
θηλυκό | drastiquee | drastiquees |
Επίθετο[επεξεργασία]
drastique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | drastique | drastiques |
θηλυκό | drastiquee | drastiquees |
drastique (fr) αρσενικό ή θηλυκό