drato
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | drato | dratoj |
αιτιατική | draton | dratojn |
drato (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | drato | dratoj |
αιτιατική | draton | dratojn |
drato (eo)