draw blood

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]

draw blood (en)

  • εκτελώ/κάνω αιμοληψία/αιματοληψία σε κάποιον για ιατρικό σκοπό