draw on
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
draw on (en)
- επωφελούμαι από
- αντλώ γνώση, δύναμη, ψυχικό σθένος από κάπου
- draw on someone or something: επικαλούμαι κάποιον ή κάτι
draw on (en)