drawer
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- draw + -er > ουσιαστικό του μέσου 14ου αιώνα: drawer «αυτός που τραβάει (νερό από πηγάδι, κτλ)· αυτός που έλκει τραβώντας, σέρνοντας ή μεταφέροντας», ουσιαστικό δράσης-ενέργειας του ρήματος: draw. Επίσης την δεκαετία του 1560 «σερβιτόρος, μπάρμαν». Απαντώμενο-ομολογούμενο από την δεκαετία του 1570 με την σημασία: «δοχείο σε σχήμα κουτιού τραβήξιμο ή αποσπώμενο με οριζόντιο σύρσιμο σε ντουλάπι-ερμάριο, γραφείο, τραπέζι, κτλ».
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]drawer (en)
- αυτός που σύρει, τραβάει
- το συρτάρι
- ⮡ We left the mail in the drawer.
- Αφήσαμε την αλληλογραφία μέσα στο συρτάρι.
- ⮡ We left the mail in the drawer.
- ο σχεδιαστής (ο καλλιτέχνης που φτιάχνει σχέδια)
- ο μπάρμαν που βάζει μπίρα από το βαρέλι