dressage
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- dressage < dresser
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
dressage | dressages |
dressage (fr) αρσενικό
- η εξημέρωση, η τιθάσευση των άγριων ζώων
- (κατʼ επέκταση) πολύ αυστηρή παιδεία, ντρεσάρισμα
- (τεχνολογία) το ίσιωμα, η εξομάλυνση
- το στήσιμο
[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη dresser