drewno

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική drewno drewna
γενική drewna drewien
δοτική drewnu drewnom
αιτιατική drewno drewna
οργανική drewnem drewnami
τοπική drewnie drewnach
κλητική drewno drewna

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈdrɛvnɔ/
 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

drewno (pl) ουδέτερο

  1. το ξύλο μόνο με τις υλικές του έννοιες:

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]