Μετάβαση στο περιεχόμενο

drill

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
drill drills

drill (en)

  1. το τρυπάνι
      I opened a hole in the wall with a drill.
    Άνοιξα μια τρύπα στον τοίχο με το τρυπάνι.
  2. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η άσκηση, η εκπαίδευση σε κάτι μέσω της επαναλαμβανόμενης πρακτικής εξάσκησης
      pronunciation drills - ασκήσεις προφοράς
      shooting drills - ασκήσεις σκοποβολής
  3. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η άσκηση ετοιμότητας, πχ για την περίπτωση πυρκαγιάς
      They conducted a mock drill to prepare for emergencies.
    Έκαναν μια εικονική άσκηση για να προετοιμαστούν για έκτακτες ανάγκες.
  4. (μη μετρήσιμο) τα γυμνάσια, οι στρατιωτικές ασκήσεις
      The soldiers are at drill.
    Οι στρατιώτες είναι σε γυμνάσια.
ενεστώτας drill
γ΄ ενικό ενεστώτα drills
αόριστος drilled
παθητική μετοχή drilled
ενεργητική μετοχή drilling

drill (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) τρυπώ, κάνω τρύπα με τρυπάνι
      They drilled through the mountain so the train could go pass.
    Τρύπησαν το βουνό για να περάσει το τρένο.
      Metal is not easily drilled.
    Το μέταλλο δεν τρυπιέται εύκολα.
  2. (αμετάβατο) κάνω γεώτρηση
      They’re drilling to find oil.
    Κάνουν γεώτρηση για την ανεύρεση πετρελαίου.
  3. εκπαιδεύω κάποιον σε κάτι μέσω της επαναλαμβανόμενης πρακτικής εξάσκησης
    • εκπαιδεύω στρατιώτες, πχ στη χρήση όπλων

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]