drill
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
drill (en)
- το τρυπάνι
- η εκπαίδευση σε κάτι μέσω της επαναλαμβανόμενης πρακτικής εξάσκησης
- η στρατιωτική εκπαίδευση, πχ στη χρήση όπλων
- η άσκηση ετοιμότητας, πχ για την περίπτωση πυρκαγιάς
Ρήμα[επεξεργασία]
drill (en)
- τρυπώ, κάνω τρύπα με τρυπάνι
- κάνω γεώτρηση
- εκπαιδεύω κάποιον σε κάτι μέσω της επαναλαμβανόμενης πρακτικής εξάσκησης
- εκπαιδεύω στρατιώτες, πχ στη χρήση όπλων