Μετάβαση στο περιεχόμενο

drinking

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

drinking (en) (μη μετρήσιμο)

  • η πόση, το πιόσιμο, το πιοτό
      It isn’t suitable for drinking.
    Δεν είναι κατάλληλο για πιόσιμο.
      Drinking contributed to his ruin.
    Το πιοτό συνέβαλε στην καταστροφή του.

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

drinking (en)