drinking

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

drinking (en) (μη μετρήσιμο)

  • η πόση, το πιόσιμο, το πιοτό
    ⮡  It isn’t suitable for drinking.
    Δεν είναι κατάλληλο για πιόσιμο.
    ⮡  Drinking contributed to his ruin.
    Το πιοτό συνέβαλε στην καταστροφή του.

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

drinking (en)