drizzle
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]drizzle (en) (μη μετρήσιμο ή ενικός)
- (μετεωρολογία) οι ψεκάδες, το ψιλόβροχο, η ψιλή βροχή
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | drizzle |
γ΄ ενικό ενεστώτα | drizzles |
αόριστος | drizzled |
παθητική μετοχή | drizzled |
ενεργητική μετοχή | drizzling |
drizzle (en)
- (αμετάβατο) ψιλοβρέχει
- ↪ It drizzled all day.
- Ψιλόβρεχε όλη την ημέρα.
- ↪ It drizzled all day.
- (μεταβατικό) στάζω, ρίχνω σταγόνες από ένα υγρό σε μια επιφάνεια κάτι
Πηγές
[επεξεργασία]- drizzle (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- drizzle (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 989. ISBN 9780194325684., λήμμα: ψιλοβρέχει