drogowy

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
drogowy < droga

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Επίθετο

[επεξεργασία]

drogowy (pl)

  • που αφορά τις οδούς, τους δρόμους, οδικός

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]