drogowy
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- drogowy < droga
Προφορά
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]drogowy (pl)
- που αφορά τις οδούς, τους δρόμους, οδικός
drogowy (pl)