dromadaire
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- dromadaire < δημώδης λατινική dromedarius < αρχαία ελληνική δρομάς
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /dʁɔ.ma.dɛʁ/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
dromadaire | dromadaires |
dromadaire (fr) αρσενικό
- (θηλαστικό ζώο) η δρομάδα