drone
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
drone (fr) αρσενικό
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
drone (en)
- διαρκής/συνεχής βόμβος
- κηφήνας
- χαραμοφάης
- (στρατιωτικός όρος), (νεολογισμός) τηλεσκάφος, δρόνος, μη επανδρωμένο σκάφος
- (quadcopter, quadrotor) τετρακόπτερο