drop out
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | drop out |
γ΄ ενικό ενεστώτα | drops out |
αόριστος | dropped out |
παθητική μετοχή | dropped out |
ενεργητική μετοχή | dropping out |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ρήμα
[επεξεργασία]drop out (en)