Μετάβαση στο περιεχόμενο

droséra

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
droséra droséras

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
droséra < λατινική drosera < αρχαία ελληνική δροσερός

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

droséra (fr) αρσενικό

Συνώνυμα

[επεξεργασία]