duŝo
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- duŝo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | duŝo | duŝoj |
αιτιατική | duŝon | duŝojn |
duŝo (eo)
- το ντουζ
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | duŝo | duŝoj |
αιτιατική | duŝon | duŝojn |
duŝo (eo)