dubitatif
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | dubitatif | dubitatifs |
θηλυκό | dubitative | dubitatives |
Επίθετο[επεξεργασία]
dubitatif (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | dubitatif | dubitatifs |
θηλυκό | dubitative | dubitatives |
dubitatif (fr)