due to
Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά
(en)
[
επεξεργασία
]
Ετυμολογία
[
επεξεργασία
]
due to
< →
δείτε
τις λέξεις
due
και
to
Πρόθεση
[
επεξεργασία
]
due to
(en)
λόγω
,
εξαιτίας
,
επειδή
,
διότι
,
γιατί
,
παρωχημένο:
ένεκα
↪
Due to
the heavy traffic, I can’t come.
Λόγω
της πυκνής τροχαίας κίνησης, δεν μπορώ να έρθω.
≈
συνώνυμα
:
because of
Κατηγορίες
:
Αγγλική γλώσσα
Προθέσεις (αγγλικά)
Αντίστροφο λεξικό (αγγλικά)
Μενού πλοήγησης
Προσωπικά εργαλεία
Δίχως Σύνδεση
Σελίδα συζήτησης αυτής της διεύθυνσης IP
Συνεισφορές
Δημιουργία λογαριασμού
Σύνδεση
Ονοματοχώροι
Σελίδα
Συζήτηση
Ελληνικά
Προβολές
Ανάγνωση
Επεξεργασία
Προβολή ιστορικού
Περισσότερα
Αναζήτηση
Πλοήγηση
Κύρια Σελίδα
Πρόσφατες αλλαγές
Κατηγορίες
Δημιουργήστε!
Ζητήστε!
Βικιδημία
Σελίδες συζήτησης
Νέα συντακτών
Νέες σελίδες
Τυχαία σελίδα
Βοήθεια
Βοήθεια
Πρότυπα
Δωρεές
Εργαλειοθήκη
Συνδέσεις προς εδώ
Σχετικές αλλαγές
Επιφόρτωση αρχείου
Ειδικές σελίδες
Σταθερός σύνδεσμος
Πληροφορίες σελίδας
Get shortened URL
Παραπομπή αυτής της σελίδας
Εκτύπωση/εξαγωγή
Δημιουργία βιβλίου
Κατέβασμα ως PDF
Εκτυπώσιμη έκδοση
Άλλες γλώσσες
Čeština
English
Eesti
Français
Galego
Magyar
日本語
ភាសាខ្មែរ
한국어
Kurdî
Limburgs
Malagasy
മലയാളം
Polski
Русский
Svenska
தமிழ்
中文