duke
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
duke | dukes |
duke (en)
Συγγενικά
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | duke |
γ΄ ενικό ενεστώτα | dukes |
αόριστος | duked |
παθητική μετοχή | duked |
ενεργητική μετοχή | duking |
duke (en)
- → δείτε την έκφραση duke it out