duke
Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά
(en)
[
επεξεργασία
]
ενικός
πληθυντικός
duke
dukes
Ουσιαστικό
[
επεξεργασία
]
duke
(en)
ο
δούκας
(
αργκό
) η
γροθιά
(το σφιγμένο χέρι, συνήθως στον πληθυντικό)
≈
συνώνυμα
:
fist
Συγγενικά
[
επεξεργασία
]
ducal
duchess
duchy
dukedom
Κατηγορίες
:
Αγγλική γλώσσα
Ουσιαστικά (αγγλικά)
Αντίστροφο λεξικό (αγγλικά)
Αργκό (αγγλικά)
Μενού πλοήγησης
Προσωπικά εργαλεία
Δίχως Σύνδεση
Σελίδα συζήτησης αυτής της διεύθυνσης IP
Συνεισφορές
Δημιουργία λογαριασμού
Σύνδεση
Ονοματοχώροι
Σελίδα
Συζήτηση
Ελληνικά
Προβολές
Ανάγνωση
Επεξεργασία
Προβολή ιστορικού
Περισσότερα
Αναζήτηση
Πλοήγηση
Κύρια Σελίδα
Πρόσφατες αλλαγές
Κατηγορίες
Δημιουργήστε!
Ζητήστε!
Βικιδημία - Talk
Σελίδες συζήτησης
Νέες σελίδες
Τυχαία σελίδα
Βοήθεια
Πρότυπα
Δωρεές
Εργαλειοθήκη
Συνδέσεις προς εδώ
Σχετικές αλλαγές
Επιφόρτωση αρχείου
Ειδικές σελίδες
Σταθερός σύνδεσμος
Πληροφορίες σελίδας
Παραπομπή αυτής της σελίδας
Λάβετε συντομευμένη διεύθυνση URL
Download QR code
Εκτύπωση/εξαγωγή
Δημιουργία βιβλίου
Κατέβασμα ως PDF
Εκτυπώσιμη έκδοση
Άλλες γλώσσες
বাংলা
Brezhoneg
Čeština
Dansk
Deutsch
English
Esperanto
Español
Eesti
Euskara
Suomi
Français
Magyar
Հայերեն
Ido
Íslenska
Italiano
日本語
ភាសាខ្មែរ
한국어
Kurdî
Limburgs
Lietuvių
Malagasy
മലയാളം
Malti
Nederlands
Polski
Português
Русский
Srpskohrvatski / српскохрватски
Simple English
Slovenčina
Shqip
Svenska
தமிழ்
తెలుగు
ไทย
Tiếng Việt
中文