dullness
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- dullness < dull
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]dullness (en)
- το να είναι κανείς αργόστροφος
- το να είναι κανείς πληκτικός
- η θαμπάδα
- το να μην είναι κάτι κοφτερό (πχ ένα μαχαίρι)