dullness

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
dullness < dull

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

dullness (en)

  1. το να είναι κανείς αργόστροφος
  2. το να είναι κανείς πληκτικός
  3. η θαμπάδα
  4. το να μην είναι κάτι κοφτερό (πχ ένα μαχαίρι)