Μετάβαση στο περιεχόμενο

dumping

Από Βικιλεξικό

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

dumping (en)



      ενικός         πληθυντικός  
dumping dumpings

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

dumping (fr) αρσενικό