Μετάβαση στο περιεχόμενο

dunce

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
dunce dunces

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
dunce < πρώιμος 16ος αιώνας: ως επίθετο για οπαδό του John Duns Scotus του οποίου οι οπαδοί γελοιοποιήθηκαν από τους ανθρωπιστές (ουμανιστές) του 16ου αιώνα και τους μεταρρυθμιστές, ως εχθροί της μάθησης

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /dʌns/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

dunce (en)