Μετάβαση στο περιεχόμενο

duono

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
duono < duon + -o

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική duonoduonoj
αιτιατική duononduonojn

duono (eo)

duono de la libroj estas en tre bona stato, τα μισά βιβλία βρίσκονται σε πολύ καλή κατάσταση