duplication
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
duplication | duplications |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
duplication (fr) θηλυκό
- η αντιγραφή, η παραγωγή αντιγράφων
[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη dupliquer