dupunkto
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- dupunkto < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | dupunkto | dupunktoj |
αιτιατική | dupunkton | dupunktojn |
dupunkto (eo)
- η άνω και κάτω τελεία, « : »