dupunkto
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- dupunkto < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | dupunkto | dupunktoj |
αιτιατική | dupunkton | dupunktojn |
dupunkto (eo)
- η άνω και κάτω τελεία, « : »