Μετάβαση στο περιεχόμενο

duress

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

duress (en)

  1. η βία, η απειλή, ο καταναγκασμός
    to act under duress - ενεργώ υπό την απειλή/υπό καταναγκασμό