duress
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
duress (en)
- η βία, η απειλή, ο καταναγκασμός
- to act under duress - ενεργώ υπό την απειλή/υπό καταναγκασμό