dwarf
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
dwarf (en)
- ο νάνος
Ρήμα[επεξεργασία]
dwarf (en)
- το να φαίνεται κάτι αδιάφορο και ασήμαντο μπροστά σε κάτι άλλο
- το να φαίνεται κάτι μικρόσωμο, μικροσκοπικό μπροστά σε κάτι άλλο
- το να εμποδίζεις κάτι να μεγαλώσει
- σμικρύνω