Μετάβαση στο περιεχόμενο

dwarf

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
dwarf dwarfs / dwarves
ανώμαλα ουσιαστικά (αγγλικά)

dwarf (en)

  • ο νάνος
      The seven dwarves were good-hearted.
    Οι επτά νάνοι ήταν καλόκαρδοι.
ενεστώτας dwarf
γ΄ ενικό ενεστώτα dwarfs
αόριστος dwarfed
παθητική μετοχή dwarfed
ενεργητική μετοχή dwarfing

dwarf (en)

  • κάνω κάτι να φαίνεται μικρό
      The skyscraper dwarfed the surrounding houses.
    Ο ουρανοξύστης έκανε τα γύρω σπίτια να φαίνονται σα νάνοι.