dwarf
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
dwarf | dwarfs / dwarves |
ανώμαλα ουσιαστικά (αγγλικά) |
dwarf (en)
- ο νάνος
- ⮡ The seven dwarves were good-hearted.
- Οι επτά νάνοι ήταν καλόκαρδοι.
- ⮡ The seven dwarves were good-hearted.
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | dwarf |
γ΄ ενικό ενεστώτα | dwarfs |
αόριστος | dwarfed |
παθητική μετοχή | dwarfed |
ενεργητική μετοχή | dwarfing |
dwarf (en)
- κάνω κάτι να φαίνεται μικρό
- ⮡ The skyscraper dwarfed the surrounding houses.
- Ο ουρανοξύστης έκανε τα γύρω σπίτια να φαίνονται σα νάνοι.
- ⮡ The skyscraper dwarfed the surrounding houses.