dysarthrie
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
dysarthrie | dysarthries |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
dysarthrie (fr) θηλυκό
- (ιατρική) δυσαρθρία
ενικός | πληθυντικός |
dysarthrie | dysarthries |
dysarthrie (fr) θηλυκό