dyschromatopsie
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
dyschromatopsie | dyschromatopsies |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
dyschromatopsie (fr) θηλυκό
- (ιατρική) δυσχρωματοψία
ενικός | πληθυντικός |
dyschromatopsie | dyschromatopsies |
dyschromatopsie (fr) θηλυκό