dyscrasia
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- dyscrasia < ελληνιστική κοινή δυσκρασία < δυσ- + αρχαία ελληνική κρᾶσις < κεράννυμι
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /dɪsˈkɹeɪzɪə/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
dyscrasia (en)