dysgénésie
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
dysgénésie | dysgénésies |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
dysgénésie (fr) θηλυκό
- (ιατρική) δυσγενεσία
ενικός | πληθυντικός |
dysgénésie | dysgénésies |
dysgénésie (fr) θηλυκό