dyspareunia
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Λατινικά (la)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- dyspareunia < (λόγιο δάνειο) αρχαία ελληνική δυσπάρευνος + -ία < dys- (δυσ- + πάρευνος + -ia < παρά + εὐνή
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
dyspareunia θηλυκό