dysphemia

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

dysphemia (en)

  1. (ιατρική) ο τραυλισμός
  2. (παρωχημένο) η αντικατάσταση μιας λέξης ή φράσης από μια περισσότερο χυδαία ή προσβλητική
     αντώνυμα: euphemism