dyspnée
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
dyspnée | dyspnées |
dyspnée (fr) θηλυκό
- η δύσπνοια
ενικός | πληθυντικός |
dyspnée | dyspnées |
dyspnée (fr) θηλυκό