dyspraxie
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
dyspraxie | dyspraxies |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
dyspraxie (fr) θηλυκό
- (ιατρική) δυσπραξία
ενικός | πληθυντικός |
dyspraxie | dyspraxies |
dyspraxie (fr) θηλυκό