dziąsło

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

dziąsło < πρωτοσλαβική dęsna

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

dziąsło (pl) ουδέτερο

Παράγωγα[επεξεργασία]