dziąsło
Εμφάνιση
Πολωνικά (pl)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]dziąsło < πρωτοσλαβική dęsna
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]dziąsło (pl) ουδέτερο
- το ούλο
dziąsło < πρωτοσλαβική dęsna
dziąsło (pl) ουδέτερο