dziewczynka

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική dziewczynka dziewczynki
γενική dziewczynki dziewczynek
δοτική dziewczynce dziewczynkom
αιτιατική dziewczyn dziewczynki
οργανική dziewczyn dziewczynkami
τοπική dziewczynce dziewczynkach
κλητική dziewczynko dziewczynki

Ετυμολογία [επεξεργασία]

dziewczynka < υποκοριστικό του dziewczyna

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

dziewczynka (pl) θηλυκό

  1. το κοριτσάκι
  2. (γενικότερα) το κορίτσι