Μετάβαση στο περιεχόμενο

eagerness

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
eagerness < eager + -ness

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

eagerness (en) (μη μετρήσιμο, ενικός)