earmark
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
earmark | earmarks |
earmark (en)
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | earmark |
γ΄ ενικό ενεστώτα | earmarks |
αόριστος | earmarked |
παθητική μετοχή | earmarked |
ενεργητική μετοχή | earmarking |
earmark (en)
- προορίζω για μια ορισμένη χρήση
- σημαδεύω το αυτί (προβάτου, αγελάδας, κλπ.)
- σημαδεύω μια σελίδα βιβλίου, εγγράφου, κλπ.