Μετάβαση στο περιεχόμενο

earring

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
earring earrings

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
earring < ear + ring

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

earring (en)

  • το σκουλαρίκι
      She pierced her ears to put on earrings.
    Τρύπησε τα αυτιά της για να βάλει σκουλαρίκια.