earring
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
earring | earrings |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]earring (en)
- το σκουλαρίκι
- ⮡ She pierced her ears to put on earrings.
- Τρύπησε τα αυτιά της για να βάλει σκουλαρίκια.
- ⮡ She pierced her ears to put on earrings.